παραμένω

παραμένω
ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α
1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι»)
2. μένω κοντά σε κάποιον
νεοελλ.
1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός»)
2. διαμένω κάπου προσωρινά ή μόνιμα
3. μένω κάπου περισσότερο από το κανονικό
αρχ.
1. (για δούλο) μένω πιστός
2. μένω στη θέση μου («Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ παρμένετ',», Ομ. Ιλ.)
3. (για την τύχη) διατηρούμαι σταθερή
4. μένω σε έναν τόπο, απομένω («τῶν παραμεινόντων Ἀθηναίων καὶ μὴ αὐτίκα φυγόντων», Ηρόδ.)
5. διατηρούμαι στη ζωή, επιζώ
6. (για πράγματα) έχω μεγάλη διάρκεια («φύσις... ἀεὶ παραμένουσ' αἴρει κακά», Ευρ.)
7. (για κρασί) διατηρούμαι σε καλή κατάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμένω — 1 παρέμεινα βλ. πίν. 178 2 παράμεινα βλ. πίν. 178 Σημειώσεις: παραμένω : ως σύνθετο με την πρόθ. παρά και με αόρ. παρέμεινα σημαίνει → μένω για ορισμένο χρόνο κάπου ή μένω στην ίδια κατάσταση. Ως σύνθετο με το επίρρ. πάρα σημαίνει → μένω κάπου… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραμένω — stay beside pres subj act 1st sg παραμένω stay beside pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμενῶ — παραμένω stay beside fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμένω — παρέμεινα και παράμεινα 1. μένω κοντά ή κάπου: Παραμένει κοντά στους δικούς της. 2. διατηρούμαι, συνεχίζω: Η κατάσταση του άρρωστου παραμένει η ίδια. 3. μένω περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράμεινες έξω χωρίς πανωφόρι και θα κρυολογήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμένετε — παραμένω stay beside pres imperat act 2nd pl παραμένω stay beside pres ind act 2nd pl παραμένω stay beside imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμένῃ — παραμένω stay beside pres subj mp 2nd sg παραμένω stay beside pres ind mp 2nd sg παραμένω stay beside pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρμένετε — παραμένω stay beside pres imperat act 2nd pl παραμένω stay beside pres ind act 2nd pl παραμένω stay beside imperf ind act 2nd pl (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμεινάντων — παραμένω stay beside aor part act masc/neut gen pl παραμένω stay beside aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμεμενηκότα — παραμένω stay beside perf part act neut nom/voc/acc pl παραμένω stay beside perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμεμένηκε — παραμένω stay beside perf imperat act 2nd sg παραμένω stay beside perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”