- παραμένω
- ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι»)2. μένω κοντά σε κάποιοννεοελλ.1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός»)2. διαμένω κάπου προσωρινά ή μόνιμα3. μένω κάπου περισσότερο από το κανονικόαρχ.1. (για δούλο) μένω πιστός2. μένω στη θέση μου («Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ παρμένετ',», Ομ. Ιλ.)3. (για την τύχη) διατηρούμαι σταθερή4. μένω σε έναν τόπο, απομένω («τῶν παραμεινόντων Ἀθηναίων καὶ μὴ αὐτίκα φυγόντων», Ηρόδ.)5. διατηρούμαι στη ζωή, επιζώ6. (για πράγματα) έχω μεγάλη διάρκεια («φύσις... ἀεὶ παραμένουσ' αἴρει κακά», Ευρ.)7. (για κρασί) διατηρούμαι σε καλή κατάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.